- στρέβλωμα
- στρέβλ-ωμα, ατος, τό,A wrench, twist, Erot. s.v. σχάς ματα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρέβλωμα — το, ΝΑ [στρεβλῶ, ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρεβλώνω, στρέβλωση, συστροφή 2. στραμπούλιγμα νεοελλ. στράβωμα, παραμόρφωση … Dictionary of Greek
στρεβλώματα — στρέβλωμα wrench neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλώματ' — στρεβλώματα , στρέβλωμα wrench neut nom/voc/acc pl στρεβλώματι , στρέβλωμα wrench neut dat sg στρεβλώματε , στρέβλωμα wrench neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρέβλευμα — τὸ, Α 1. στρέβλωμα, στράβωμα 2. μτφ. διαστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + ευμα, πιθ. μέσω αμάρτυρου *στρεβλεύω] … Dictionary of Greek